- κερκοφόρος
- ος, ο[ν] хвостатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κερκοφόρος — ο, θηλ. και α (Α κερκοφόρος, ον) αυτός που έχει ουρά ή κερκοειδή απόφυση νεοελλ. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κερκοφόρα περιληπτική ονομασία τών ζώων που έχουν ουρά, σε αντιδιαστολή προς τα άκερκα 2. || το αρσ. ως ουσ. ανατ. ο κερκοφόρος… … Dictionary of Greek
κερκοφόρα — κερκοφόρος having a tail neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
σπιγγέλειος — α, ο, Ν ανατ. 1. (για ανατομικά στοιχεία) αυτός που περιγράφηκε από τον φλαμανδό ανατόμο Αντριάαν βαν ντεν Σπίγγελ 2. φρ. α) «σπιγγέλειος λοβός τού ήπατος» μικρός ηπατικός λοβός πίσω από τις πύλες τού ήπατος, αλλ. κερκοφόρος λοβός β) «σπιγγέλεια… … Dictionary of Greek